-
1 ικανότητα
[иканотита] ουσ. Θ. способность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ικανότητα
-
2 способность
способност||ьж ἡ ἰκανότητα [-ης]:\способность к чему́-л. ἡ Ικανότητα γιά κάτι, ἡ ἐπιδεξιότητα·.человек с большими \способностьями ἀνθρωπος μέ μεγάλες Ικανότητες· ◊ покупательная \способность эк. ἡ ἀγορώστική Ικανότητα. -
3 грузоподъёмность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грузоподъёмность
-
4 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
5 ловкость
-
6 способность
способность ж η ικανότητα, η επιδεξιότητα, η καπατσοσύνη* * *жη ικανότητα, η επιδεξιότητα, η καπατσοσύνη -
7 искусство
иску́сств||ос1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης. -
8 боеспособность
-и θ.μαχητική ικανότητα•потерять боеспособность βγαίνω ανίκανοο για το στρατό•
-армии η μαχητική ικανότητα του στρατού.
-
9 дееспособность
-и θ.1. ικανότητα γιά δράση.2. νομική ικανότητα. -
10 перо
-а, πλθ. перья-рьев ουδ.1. φτερό, πτερό•очистить курицу от перьев μαδίζω την κότα•
страусовые перья φτερά στρουθοκαμήλου•
-ья на шлеме λοφίο φτερών στο κράνος.
(κυνηγ.) αθρσ. τα αγριοπούλια.2. γραφίδα, πένα (κατ αρχή από φτερό)•ручка с -ом κονδυλοφόρος με πένα•
стальное перо μεταλλική πένα.
|| μτφ. ικανότητα συγγραφική•положить перо αφήνω, (παρατώ) την πένα (παύω να συγγράφω).
3. πτερύγια ψαριών.4. то πράσινο φύλλο των κρεμμυδιών ή σκόρδων.5. πτερύγιο•перо сохи αναστρεπτήρας (φτερό) αρότρου•
перо весла το φτερό του κουπιού.
εκφρ.бойкое перо – γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγου)•что написано -ом, не вырубишь топором – ό,τι γρά-τηκε δεν ξεγράφεται• τα λόγια πετάν, τα γραπτά μένουν. -
11 проходимость
-и θ.διαπερατότητα, το ευ-διάβατο, ή βατότητα. || ικανότητα, δυνατότητα διάβασης•проходимость трактора ικανότητα διάβασης του τρακτέρ (σε ανώμαλο έδαφος).
-
12 способность
-и θ.1. ικανότητα•способность к раз-множеншо ικανότητα για αναπαραγωγή•
умственныеспособностьи πνευματικές ικανότητες.
|| δυνατότητα•покупательная способность αγοραστική δύναμη.
2. πλθ. способностьи έμφυτες ικανότητες, κλίση•способность к музыке κλίση προς τη μουσική.
-
13 абразивность
η ικανότητα της ξέσης ή της λείανσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абразивность
-
14 вместимость
η χωρητικότηταваловая - мор. см. полная -полная - мор. ολική -регистровая мор. - η καταγεγραμμένη/ νηολογημένη -чистая - мор. καθαρά -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вместимость
-
15 годность
η ικανότητα, η καταλληλότητα, η χρησιμότητα-ый ικανός, κατάλληλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > годность
-
16 горючесть
η καυστικότητα, η ικανότητα καύσης (ιδιότητα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горючесть
-
17 кредитоспособность
η αξιοπιστία, το εχέγγυο, η φερεγγυότητα, η πιστωτική ικανότητα-ый αξιόπιστος, αξιόχρεοςφερέγγυος, εχέγγυοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредитоспособность
-
18 модулируемость
η δυνατότητα διαμόρφωσης, η διαμορφωτική ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модулируемость
-
19 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
20 навык
η επαγγελματική ικανότηταη πείραη εμπειρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > навык
См. также в других словарях:
ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… … Dictionary of Greek
ικανότητα — η 1. το να μπορεί κάποιος να κάνει κάτι, η δεξιότητα: Πνευματική ικανότητα. – Τεχνική ικανότητα. – Είναι προικισμένος με σπάνιες ικανότητες. 2. κατάσταση υγιούς και σωματικά άρτιου ανθρώπου. 3. δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε κάποιον κάτω από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ικανότητα ανάσχεσης — (Φυσ.). Η απώλεια ενέργειας ενός σωματιδίου όταν περνά μέσα από την ύλη ανά μονάδα μήκους. Ένα ηλεκτρικά φορτισμένο σωματίδιο αποδίδει ένα μέρος της ενέργειάς του στα άτομα της ύλης μέσα από την οποία περνά, εξαιτίας δύο φαινομένων: α) του… … Dictionary of Greek
ἱκανότητα — ἱκανότης sufficiency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοραστική ικανότητα — O βαθμός της οικονομικής ευχέρειας φυσικού ή νομικού προσώπου να προμηθεύεται με την αγορά αγαθά ή υπηρεσίες … Dictionary of Greek
διακριτική ικανότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός τηλεσκοπίου ή μικροσκοπίου να δίνει δύο ξεχωριστές εικόνες των αντικειμένων που βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Στην περίπτωση ενός φασματοσκοπικού οργάνου, από την άλλη πλευρά, ο όρος αναφέρεται στη δυνατότητά … Dictionary of Greek
ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
δικτυοενδοθηλιακό σύστημα — Ετερογενές άθροισμα κυττάρων που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους όσον αφορά τους μορφολογικούς χαρακτήρες και την τοπογραφική κατανομή. Η κοινή ιδιότητα που ενώνει τα κύτταρα αυτά σε ένα σύστημα είναι η ικανότητά τους να συλλαμβάνουν και να… … Dictionary of Greek